εἰωθότας

εἰωθότας
ἔθω
to be accustomed
perf part act masc acc pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • πετροβατώ — έω, Α [πετροβάτης] ανεβαίνω και περπατώ σε βράχους («τῶν στρατιωτῶν τοὺς πετροβατεῑν εἰωθότας», Διόδ.) …   Dictionary of Greek

  • στιβεύω — Α [στιβεύς] 1. ανιχνεύω, ιχνηλατώ («διὰ... τὴν ἀπὸ τῶν... ἀνθῶν εὐωδίαν, λέγεται τοὺς κυνηγεῑν εἰωθότας κύνας μὴ δύνασθαι στιβεύειν», Διόδ.) 2. εξερευνώ, εξετάζω («στιβεύειν διὰ τῶν εὐλόγων τὸ μέλλον», Διόδ.) 3. βαδίζω, οδοιπορώ, ταξιδεύω …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”